λοφαδίας

λοφαδίας
λοφαδίας και λοφίας, ὁ (Α)
ο πρώτος ραχιαίος σπόνδυλος, καθώς και το δέρμα που βρίσκεται πάνω σ' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *λοφάς, -άδος ()].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λοφαδία — λοφαδίᾱ , λοφαδίας first dorsal vertebra and skin over it masc nom/voc/acc dual λοφαδίας first dorsal vertebra and skin over it masc voc sg λοφαδίᾱ , λοφαδίας first dorsal vertebra and skin over it masc voc sg (attic) λοφαδίᾱ , λοφαδίας first… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφαδίαν — λοφαδίᾱν , λοφαδίας first dorsal vertebra and skin over it masc acc sg (attic epic doric aeolic) λοφαδίας first dorsal vertebra and skin over it masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφίας — λοφίας, ιων. τ. λοφίης, ὁ (Α) (για ψάρι) 1. αυτός που έχει πτερύγιο στη ράχη του 2. ο λοφαδίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + επίθημα ίας (πρβλ. ακανθ ίας) …   Dictionary of Greek

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”